- απειροδροσος
- ἀπειρόδροσοςἀπειρό-δροσος2не увлажняемый росой
(Ἀμμωνίδες ἕδραι Eur. - v. l. ἄπειροι δρόσου)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀμμωνίδες ἕδραι Eur. - v. l. ἄπειροι δρόσου)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απειρόδροσος — ἀπειρόδροσος, ον (Α) αυτός που δεν έχει δροσιστεί, ο κατάξερος … Dictionary of Greek
ἀπειρόδροσοι — ἀπειρόδροσος unbedewed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)